κλητική

κλητική
Η πτώση της ελληνικής και της λατινικής ονομαστικής κλίσης. Οφείλει την ονομασία της στο ότι παρουσιάζεται ως η πτώση της κλήσης, του καλέσματος. Η κ. υπήρχε ήδη στην ινδοευρωπαϊκή κοινή γλώσσα και υφίσταται ακόμα στις σύγχρονες γλώσσες που διατηρούν το κλιτικό σύστημα, για παράδειγμα, στη νεοελληνική και στις σλαβικές γλώσσες. Πάντως, ο ορισμός του κλητικού τύπου των ονομάτων ως πραγματικής και καθαρής πτώσης δεν είναι αυστηρός, επειδή δεν εκφράζει μια λογική σχέση με άλλους όρους της ονομαστικής κλίσης.
* * *
η (AM κλητική)
βλ. κλητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλητική — η βλ. κλητικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλητικῇ — κλητικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητική — κλητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση …   Dictionary of Greek

  • δέσποτας — ο τιμητική προσωνυμία τών κληρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. δέσποτας προήλθε από την κλητική (ω) δέσποτα τού τ. δεσπότης* πρβλ. «ο πάτερ Αντώνιος», όπου το πάτερ λειτουργεί αυτούσιο ως ονομαστική (αντί τού πατήρ) από την κλητική πάτερ] …   Dictionary of Greek

  • κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • μέλε — (Α) αττ. κλητ. που χρησιμοποιήθηκε: α) ως φιλική προσφώνηση για οικεία, αγαπημένα πρόσωπα και τών δύο φύλων με τη σημ. φίλε, αγαπητέ, καλέ μου, ευλογημένε, καημένε («ἐπειδή γ , ὦ μέλε, ἤσθοντο τὰς ἀφύας παρ ἡμῑν ἀξίας», Αριστοφ.) β) σαρκαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • звательный — падеж. Калька лат. vocātīvus, основанного на греч. κλητική (πτῶσις) – то же …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Grammatik der neugriechischen Sprache — Die neugriechische Sprache ist in einer kontinuierlichen Entwicklung aus dem Altgriechischen hervorgegangen und bildet (zusammen mit ihren Vorstufen) einen eigenen Zweig der indogermanischen Sprachfamilie. Sie hat im Bereich der Grammatik eine… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”